- ανακρέμαση
- η1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια*4. συγκέντρωση νεφών που απειλούν με βροχή (χωρίς όμως να επακολουθήσει αυτή)5. έλλειψη βροχής, ανομβρία, ξηρασία6. σιτοδεία, δυστυχία7. αναβολή, διακοπή, σταμάτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρεμώ.ΠΑΡ. ανακρεμασίδι].
Dictionary of Greek. 2013.